ὁμοτρόπως

ὁμοτρόπως
ὁμότροπος
of the same habits
adverbial
ὁμότροπος
of the same habits
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ομότροπος — η, ο (ΑΜ ὁμότροπος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο τρόπο ζωής με κάποιον άλλο («τῶν πολιτῶν τοὺς ὁμοτρόπους καὶ τοὺς ταὐτὰ προαιρουμένους», Θεόφρ.) 2. αυτός που είναι σύμφωνος κατά τον τρόπο, που μοιάζει με κάποιον άλλο ως… …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱԿՐՕՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0016 Chronological Sequence: 8c մ. ὀμοτρόπως animo concordi. Իբր համակրօն. համաձեւութեամբ. միաբան սրտիւ. *Որոց ոչ սրբապէս եւ համակրօնաբար ուտիցեն ընդ նմա զսրբազանն ընթրիս. Դիոն. եկեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”